- οχλικος
- ὀχλικός3соответствующий вкусам толпы, простонародный
(διάταξις, βωμολοχία Plut.; πειθώ Sext.)
τὸ περὴ τέν λέξιν ὀχλικὸν Plut. — простонародный говор
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(διάταξις, βωμολοχία Plut.; πειθώ Sext.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
οχλικός — ὀχλικός, ή, όν (Α) [όχλος] αυτός που ανήκει στον λαό, λαϊκός. επίρρ... ὀχλικώς (Α) με οχλικό τρόπο … Dictionary of Greek
ὀχλικός — of masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀχλικῶν — ὀχλικός of fem gen pl ὀχλικός of masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀχλικόν — ὀχλικός of masc acc sg ὀχλικός of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀχλικαί — ὀχλικός of fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀχλικοῖς — ὀχλικός of masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀχλικοί — ὀχλικός of masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀχλικούς — ὀχλικός of masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀχλικῆς — ὀχλικός of fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀχλικῇ — ὀχλικός of fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀχλική — ὀχλικός of fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)